ΓΝΩΣΗ

ΓΝΩΣΗ

Τετάρτη 22 Φεβρουαρίου 2017

Ἀναλύοντας τὴν «Γκουέρνικα»

Τὸ 1936, λίγο πρὶν τὸ ξέσπασμα τοῦ Β’ Παγκοσμίου Πολέμου ἀρχίζει ὁ πρόδρομός του, ὁ ἐμφύλιος πόλεμος τῆς Ἱσπανίας.

Ὁ φασίστας στρατηγὸς Φράνκο, μὲ τὴ βοήθεια τοῦ Χίτλερ, προσπαθεῖ νὰ καταπνίξει τὴ νεαρὴ Ἱσπανικὴ δημοκρατία. Καὶ πράγματι τὸ καταφέρνουν. Τὴν πνίγουν στὸ αἷμα.

Τὰ ἀεροπλάνα τοῦ Χίτλερ βομβαρδίζουν ἀδιάκριτα τὸν ἄμαχο πληθυσμό. Ἕνα μικρὸ χωριὸ –ἡ Γκουέρνικα– θὰ νιώσει βαθὺ τὸν πόνο ἀπὸ τὶς βόμβες τους.

Κατὰ τὸ βομβαρδισμὸ τοῦ χωριοῦ αὐτοῦ τὸ ὁποῖο δὲν ἐξυπηρετοῦσε, κανένα στρατιωτικὸ σκοπό, σκοτώθηκαν περισσότερο παιδιὰ καὶ γυναῖκες, καὶ μ’ αὐτὴ τὴν πράξη ἔχουμε τὴν πρώτη δολοφονία παιδιῶν ποὺ γνώρισε ὁ νεότερος πολιτισμένος κόσμος. Καὶ αὐτὴ ἔδειξε μὲ σαφήνεια καὶ μὲ ἀπόλυτη καθαρότητα τὸ πρόσωπο τῆς φασιστικῆς θύελλας ποὺ ἐπερχόταν.


Ὁ πίνακας ζωγραφικῆς «Γκουέρνικα» ἔχει τὴν ἀφετηρία του στὴν παραγγελία τῆς Ἱσπανικῆς δημοκρατικῆς κυβέρνησης γιὰ ἕνα ἔργο κατάλληλο νὰ ἀντιπροσωπεύσει τὴν ἀγωνιζόμενη Ἱσπανία στὴ διεθνῆ ἔκθεση τοῦ Παρισιοῦ τὸ 1937, καὶ πῆρε τὸν τίτλο του ἀπὸ τὴν καταστροφὴ τοῦ μικροῦ χωριοῦ ἀπὸ τοὺς χιτλερικοὺς ἀεροπόρους. Ὁ Πικάσο, βαθιὰ δημοκρατικός, ἐπηρεασμένος ἀπὸ τὴ φρίκη τοῦ πολέμου, ζωγραφίζει μὲ θέμα τὴν «ΓΚΟΥΕΡΝΙΚΑ» ἕνα ἔργο μνημειακῶν διαστάσεων, ὕψος 3,5 μέτρα καὶ πλάτος 7,5 μέτρα. Στὸ ἔργο φαίνεται πεντακάθαρα ἡ τάση τοῦ Πικάσο γιὰ ΑΠΟΣΥΝΘΕΣΗ - ΠΑΡΑΜΟΡΦΩΣΗ τῆς μορφῆς καὶ τῶν ἀντικειμένων, προκειμένου μ’ αὐτὸ νὰ ἐκφράσει καλύτερα τὴν ἀγωνία καὶ τὴ φρίκη τῶν ἀνθρώπων μπροστὰ στὸ θάνατο.

Γιὰ τὸν ἴδιο λόγο θὰ χρησιμοποιήσει καὶ σκούρα χρώματα, τόνους τοῦ μαύρου, τοῦ ἄσπρου καὶ τοῦ γκρί.



Ἡ ἀνάλυση τοῦ ἔργου
 


Ὁ πίνακας ἀρχίζει ἀριστερὰ μὲ μία γυναίκα- μητέρα ποὺ κρατᾶ τὸ νεκρὸ παιδὶ στὴν ἀγκαλιὰ της




ἐνῶ ἐπάνω καὶ κοντὰ της εἰκονίζεται τὸ κεφάλι ἑνὸς ταύρου.



Σύμφωνα μὲ τὸν Πικάσο, ὁ ταῦρος ἀντιπροσωπεύει τὴ βία, τὸ φασισμό, τὸν πόλεμο, τὸ σκοτάδι.



Ἡ μητέρα μὲ τὸ νεκρὸ παιδὶ ἔχει μισάνοικτο τὸ στόμα της.

Μ’ αὐτὸν τὸν τρόπο ὁ Πικάσο παρουσιάζει τὸν πόνο νὰ μοιάζει μὲ κραυγή, ἀμφιβολία καὶ φρίκη (μεταφορὰ τοῦ αἰσθήματος στὸ σχῆμα). Λίγο χαμηλότερα, κάτω, ἐκτείνεται τὸ σῶμα ἑνὸς νεκροῦ πολεμιστῆ


ποὺ ἔχει τὰ χέρια τοῦ ἀνοικτὰ καὶ τὴ μορφὴ «παραμορφωμένη». Ὁ Πικάσο ἐπίτηδες σχεδίασε τὸν πολεμιστὴ μὲ τὸ ἕνα χέρι ἀπὸ τὴ μία καὶ τὸ ἄλλο ἀπ’ τὴν ἄλλη πλευρὰ ὥστε ἡ στάση αὐτὴ νὰ θυμίζει τὴ σταύρωση.



Ἀκολουθεῖ ἕνα ἄλογο μὲ ἀνοιχτὸ τὸ στόμα



μὲ τρόπο ποὺ νὰ φαίνεται πὼς χλιμιντρίζει.
Σύμφωνα μὲ τὸν Πικάσο τὸ ἄλογο συμβολίζει τὸ λαό, ποὺ ἀπεγνωσμένα φωνάζει ζητώντας βοήθεια.
Ἐξάλλου τὸ ἄλογο παρουσιάζεται λογχισμένο.



Πρὸς τὰ δεξιὰ τῆς εἰκόνας διακρίνονται γυναικεῖες μορφὲς ποὺ προσπαθοῦν νὰ γλυτώσουν ἀπὸ τὸ βομβαρδισμὸ



Στὴν ἄκρη δεξιὰ μία μορφὴ παριστάνει ἕναν ἄνθρωπο πρὶν πέσει νεκρός.



Τὰ ἡμίλευκα καὶ λευκὰ τριγωνάκια ἐννοοῦν ὅτι τὸ κτίριο φλέγεται.




Ἡ λάμπα ποὺ εἰκονίζεται ἐπάνω ἀπὸ τὸ κεφάλι τοῦ ἀλόγου, οὐσιαστικὰ δὲν φωτίζει τίποτα



Τὰ ἀνοιχτόχρωμα μέρη τοῦ ἔργου, ποὺ ὑποδηλώνουν τὸ φωτισμό, προέρχονται ἀπὸ πολλὲς πηγὲς φωτὸς (σχετικὰ μὲ τὴ λάμπα καὶ τὸ φωτισμὸ τοῦ ἔργου οἱ κριτικοὶ ἔχουν κατὰ καιροὺς διαφωνήσει).

Ὁ χῶρος μέσα στὸν ὁποῖο διαδραματίζονται τὰ γεγονότα, δὲν εἶναι καθορισμένος. Ὅλα βρίσκονται σ’ ἕνα χῶρο ἀπροσδιόριστο.

Ἡ σύνθεση τοῦ ἔργου βασίζεται, ὅπως ἔχουν δείξει διάφορες μελέτες σὲ μία μεγάλη πυραμίδα ποὺ ἔχει γιὰ κορυφὴ της τὴ λάμπα πετρελαίου.



Σὲ δύο ὄρθια παραλληλόγραμμα ἕνα δεξιὰ καὶ ἕνα ἀριστερὰ καὶ σὲ μερικὰ ἀνισοσκελῆ τρίγωνα, σχήματα ποὺ δίνουν ἀσφάλεια καὶ κίνηση, βεβαιότητα καὶ δυναμισμὸ στὴν παράσταση (σχῆμα ἅ).

Ἂν προσέξει κανεὶς τὰ μάτια στὰ πρόσωπα ποὺ εἰκονίζονται, στὴ μητέρα, στὸ νεκρὸ πολεμιστή, στὸν ταῦρο, στὸ ἄλογο καὶ στὶς ἄλλες μορφὲς,



εἶναι ὅλα σὲ διαφορετικὲς καὶ ἀφύσικες θέσεις. Αὐτὸ συμβαίνει γιατί ἀντικρίζουν ἕνα κόσμο παράλογο καὶ φρικτό, ἕναν κόσμο κτηνώδη.

Ἡ παραφροσύνη τοῦ πολέμου παρουσιάζεται ἐδῶ μὲ μετατόπιση τῶν ματιῶν ἀπὸ τὶς θέσεις τους, καὶ μὲ τὶς παραμορφώσεις τῶν σωμάτων.

Ἰδιαίτερα γιὰ τὰ σώματα, ποὺ σχεδιάστηκαν ἔτσι ὥστε νὰ φαίνονται σάν... κομματιαστά, μποροῦμε νὰ ποῦμε πὼς αὐτὸ δὲν εἶναι ἄσχετο μὲ τὸ ἀποτέλεσμα ποὺ φέρνει ἡ ἔκρηξη μιᾶς βόμβας. Ὁλόκληρος ὁ πίνακας δίνει τὴν ἐντύπωση πὼς ἀπεικονίζει ἐκεῖνο ἀκριβῶς ποὺ συμβαίνει τὴ στιγμὴ τῆς ἔκρηξης.

Ἡ γυναικεία μορφὴ ποὺ ὑψώνει τὴ λάμπα πετρελαίου



εἶναι ἡ μόνη μορφὴ ποὺ δὲν φαίνεται χτυπημένη ἀπὸ τὸ βομβαρδισμὸ καί, ὅπως εἴπαμε προηγουμένως, τὸ ἔργο εἶναι «χτισμένο» πάνω σὲ μία πυραμίδα ποὺ ἔχει γιὰ κορυφὴ της τὴ λάμπα πετρελαίου. Ἀκριβῶς ἡ μορφὴ αὐτὴ εἶναι γιὰ τὸν Πικάσο ἡ ἔννοια τοῦ πολιτισμοῦ ποὺ προσπαθεῖ νὰ σωθεῖ, ἡ δὲ λάμπα ποὺ κρατᾶ δὲν ἐκπέμπει παρὰ τὸ φῶς τῆς τέχνης καὶ τοῦ πολιτισμοῦ.

Τὰ χρώματα τοῦ ἔργου εἶναι «μελανά». Οἱ τόνοι τοῦ μαύρου, τοῦ ἄσπρου καὶ τοῦ γκρὶ ἀρνοῦνται τὰ χρώματα, καὶ δὲν δείχνουν τίποτε ἄλλο, παρὰ τὸ φόβο ποὺ κυριαρχεῖ παντοῦ.

Γι’ αὐτὴ του τὴν τολμηρὴ παρουσίαση, ὁ Πικάσο κατόρθωσε νὰ φτάσει σ’ ἕνα σύνολο ποὺ κάνει τὸ ἔργο τοῦ καθολικό. Ἡ «Γκουέρνικα» ξεφεύγει ἀπὸ τὰ στενὰ ὅρια τῆς Ἱσπανίας καὶ ἐκφράζει παγκόσμια καὶ διαχρονικὰ κάθε λαὸ ποὺ ἔνιωσε τὴ φρίκη ἐκείνου τοῦ πολέμου. Ἡ «ΓΚΟΥΕΡΝΙΚΑ» εἶναι μία ἀπόδειξη πὼς ὁ Πικάσο εἶναι ἕνας καλλιτέχνης μὲ κοινωνικὴ συνείδηση. Τὸ 1935 ὁ Πικάσο δήλωνε: «Ἡ ζωγραφικὴ δὲν εἶναι ἁπλὴ διασκέδαση ἢ στολίδι. Ὅπως δὲν ὑπάρχει τίποτε πιὸ ἐπικίνδυνο ἀπὸ τὰ ὅπλα στὰ χέρια τοῦ στρατηγοῦ καὶ ἀπὸ τὴ δικαιοσύνη στὰ χέρια τοῦ δικαστῆ, ἔτσι δὲν ὑπάρχει καὶ τίποτε πιὸ ἐπικίνδυνο ἀπὸ ἕνα πινέλο στὰ χέρια τοῦ ζωγράφου».



Ἕνα ἱστορικὸ ἐπεισόδιο

Στὴ διάρκεια τῆς κατοχῆς ὁ περιώνυμος Γερμανὸς πρέσβης στὸ Παρίσι – Ὄττο Ἄμπετζ– ἐπισκέπτεται τὸν Πικάσο στὸ ἐργαστήρι του. Φεύγοντας, βλέπει τὴ φωτογραφία τῆς «ΓΚΟΥΕΡΝΙΚΑ». «Ἐσεῖς τὸ κάνατε αὐτό», ρωτᾶ τὸ ζωγράφο. Καὶ ἐκεῖνος τοῦ ἁπαντὰ λακωνικά: «Ὄχι, ἐσεῖς!».

Ἀπὸ τὸ 1939 ὁ ἐπικὸς πίνακας φιλοξενεῖτο στὸ Μουσεῖο Μοντέρνας τέχνης τῆς Νέας Ὑόρκης, περιμένοντας νὰ σημάνει ἡ ὥρα τῆς Δημοκρατίας γιὰ τὴν Ἱσπανία. Τὸ 1969 ὁ στρατηγὸς Φράνκο εἶχε τὸ θράσος νὰ τὸν διεκδικήσει, προκαλώντας τὴν ὀργὴ τοῦ ζωγράφου. Ὁ Πικάσο ὑπογράμμισε πὼς σύμφωνα μὲ τὴ θέλησή του, τὸ ἔργο θὰ ἐπέστρεφε στὴν Ἱσπανία μόνο μετὰ τὴν ἀποκατάσταση τῆς Δημοκρατίας στὴ χώρα.



Σχέδιο γιὰ τὴν Γκουέρνικα, 1937.

Στὶς 10 Σεπτεμβρίου τοῦ 1981 ἡ «ΓΚΟΥΕΡΝΙΚΑ» ἐπιστρέφεται στὴν Ἱσπανία. Στὶς 28 Ὀκτωβρίου τοῦ ἴδιου ἔτους, τὴν ἡμέρα ποὺ συμπληρώνονταν 100 χρόνια ἀπὸ τὴ γέννηση τοῦ Πικάσο, οἱ συμπατριῶτες του ἀντίκριζαν μὲ συγκίνηση τὸ ἔργο, ποὺ συμβόλιζε τὴν ἐθνική τους τραγωδία, νὰ τοποθετεῖται στὸ Μουσεῖο τοῦ Πράδο.

«Αὐτὸς δὲν εἶναι πίνακας, ἔλεγαν οἱ Ἰσπανοί, εἶναι βόμβα ἕτοιμη νὰ ἐκραγεῖ».

Οἱ Βάσκοι τὸν διεκδικοῦσαν. Τὰ παιδιὰ τὸν ζωγράφιζαν στοὺς αὐλόγυρους τῶν σχολείων, ἡ «ΓΚΟΥΕΡΝΙΚΑ» ζοῦσε καὶ κεραυνοβολοῦσε. Εἶχε ξαναγίνει ἐπικίνδυνη. Εἶχε ξαναγίνει παρόν, δικαιώνοντας τὸ δημιουργό της ποὺ συνήθιζε νὰ λέει: «Ἂν ἕνα ἔργο δὲν μπορεῖ νὰ ζήσει πάντα στὸ παρόν, δὲν ὑπολογίζεται καθόλου».





Ὁ Ὀδυσσέας Ἐλύτης γιὰ τὸν Πικάσο


(Ἀπόσπασμα ἀπὸ τὸ ποίημα «ΩΔΗ ΣΤΟΝ ΠΑΜΠΛΟ ΠΙΚΑΣΟ»)


Ἀλήθεια Πικασσὸ Παῦλε ὑπάρχεις

Καὶ μαζὶ μὲ σένα ἐμεῖς ὑπάρχουμε

Ὁλοένα χτίζουν μαῦρες πέτρες γύρω μας – ἀλλὰ ἐσὺ γελᾶς

Μαῦρα τείχη γύρω μας – ἀλλὰ σὺ μὲ μίας

Ἀνοίγεις πάνω τους μυριάδες πόρτες καὶ παράθυρα

Νὰ ξεχυθεῖ στὸν ἥλιο κείνη ἂχ ἡ πυροξανθὴ κραυγὴ

Ποῦ μ’ ἔρωτα παράφορο μεγαλύνει καὶ διαλαλεῖ τ’ ἀέρια, τὰ ὑγρὰ

καὶ τὰ στερεά του κόσμου ἐτούτου

Ἔτσι ποὺ νὰ μὴ μάχεται πιὰ κανένα τὸ ἄλλο

Ἔτσι ποὺ νὰ μὴ μάχεται πιὰ κανεὶς τὸν ἄλλον

Νὰ μὴν ὑπάρχει ἐχτρός,

Πλάι-πλάι νὰ βαδίζουνε τὸ ἀρνὶ μὲ τὸ λιοντάρι

Κ’ ἡ ζωὴ –ἀδερφὲ μοὺ– ὡσὰν τὸν Γουαδαλκιβὶρ τῶν ἄστρων

Νὰ κατρακυλάει μὲ καθαρὸ νερὸ καὶ μὲ χρυσάφι

Χιλιάδες λεῦγες μὲς στὰ ὄνειρά της

Χιλιάδες λεῦγες μὲς στὰ ὄνειρά μας...


Τετάρτη 1 Φεβρουαρίου 2017

ΓΛΏΣΣΑ ΕΝ. 4η Γιώργος Θεοτοκάς'' Ελεύθερο Πνεύμα''

Ο Γιώργος Θεοτοκάς έγραψε το 1929, σε ηλικία 24 ετών το συναρπαστικό δοκίμιο Ελεύθερο Πνεύμα (εκδ. Εστία) το οποίο αργότερα ονομάστηκε «πνευματικό μανιφέστο» της γενιάς του ΄30 (στην οποία ανήκουν και ο Γιώργος Σεφέρης, ο Οδυσσέας Ελύτης, ο Ανδρέας Εμπειρίκος, ο Στρατής Μυριβήλης, ο Κοσμάς Πολίτης, ο Μ. Καραγάτσης, ο Άγγελος Τερζάκης). Πρόκειται για ένα ολιγοσέλιδο κείμενο που έχει απασχολήσει περισσότερο από κάθε άλλο δοκίμιο την ελληνική διανόηση. Είναι ένα ορμητικό γεμάτο δυναμισμό κείμενο ευρωπαϊκά προσανατολισμένο και ριζοσπαστικό στην αντιμετώπιση του παρελθόντος. Ο Γιώργος Θεοτοκάς προσπάθησε όπως πολλοί της γενιάς του να αντιπαραβάλει την «πλευρά του Ελληνικού της Ελλάδας και όχι της Ελλάδας όπως την φαντάζονται οι Ευρωπαίοι». Με δύο λόγια το ζήτημα της ελληνικότητας της γενιάς του 30 συνοψίζεται τελικά στο τι θα δημιουργήσεις ως σύγχρονος Έλληνας που όχι μόνο να είναι αυθεντικά δικό σου, αλλά να ενδιαφέρει και τους ξένους. 
 Οι σκέψεις του νεαρού Θεοτοκά το 1929 είναι σαν ευφυείς διαπιστώσεις της κρίσιμης εποχής που ζούμε.  
ΑΠΟΣΠΑΣΜΑΤΑ ΑΠΟ ΤΟ ΕΛΕΥΘΕΡΟ ΠΝΕΥΜΑ ΤΟΥ Γ. ΘΕΟΤΟΚΑ 
«Την έλλειψη αληθινής ανάπτυξης, φανερώνει καλά και η έλλειψη ανοχής και ψυχραιμίας που χαρακτηρίζει σχεδόν πάντα τις ελληνικές συζητήσεις. Όταν εκδηλωθεί μια διαφωνία, η πρώτη δουλειά των Ελλήνων είναι να αρνηθούν ολότελα τη σημασία του αντιπάλου. Πώς μπορεί να είναι σοβαρό υποκείμενο αφού τολμά να λέει όχι όταν εμείς λέμε ναι; Να πάει πρώτα να μάθει γράμματα κι ύστερα να έρθει να συζητήσει μαζί μας. Αυτό δεν είναι όλο. Τον αρνούνται και ως άτομο. Είναι φαύλος και κακόπιστος. Είναι κουτός. Είναι παλαβός. Είναι αίσχος για την Ελλάδα να υπάρχει ένα τέτοιος άνθρωπος. Είναι δημόσιος κίνδυνος. Πρέπει να εκλείψει οπωσδήποτε, να εξολοθρευτεί, να καταργηθεί, να μην μείνει κανένα ίχνος του στο πρόσωπο της Γης. Δεν κατορθώνουν να πιστέψουν οι Έλληνες ότι ένας άνθρωπος που σκέπτεται διαφορετικά από αυτούς μπορεί να είναι πολύ άξιος, πολύ έντιμος, πολύ χρήσιμος άνθρωπος. Άξιοι, έντιμοι, χρήσιμοι είναι μονάχα αυτοί που συμφωνούν μαζί μας. Οι άλλοι όλοι: φωτιά και τσεκούρι! Μεσ’ στο δημιουργικό αναβρασμό της σημερινής Ευρώπης τι θέση κρατά η Ελλάδα; Τι συμβολή προσφέρουμε στις μεγάλες προσπάθειες που καταβάλλονται τριγύρω μας; Τίποτα! Το αισθανόμαστε βαθιά μόλις περάσουμε τα σύνορά μας πως δεν αντιπροσωπεύουμε τίποτα, πως κανείς δεν μας λογαριάζει στα σοβαρά, πως δεν μπορούμε να δικαιολογήσουμε τη θέση που κρατούμε στην Ευρώπη, πως είμαστε στα μάτια των ξένων μονάχα χρηματομεσίτες, βαπορατζήδες και μικρομπακάληδες και τίποτα περισσότερο. Αφού περιπλανηθούμε αρκετά μεσ’ στον ευρωπαϊκό πολιτισμό γυρνούμε κάποτε στο σπίτι με σφιγμένη την καρδιά. Που είναι λοιπόν οι Έλληνες; Τους γυρέψαμε παντού και δεν τους βρήκαμε πουθενά. Υπάρχουν όμως σε αυτό το σημείο, όπως σ’ όλα, διάφοροι ορίζοντες και διάφορες προοπτικές. Οι νοικοκυραίοι, αντιπρόσωποι της σημερινής ελληνικής αρμοδιότητας, θα μας πουν πως δεν είναι η ώρα κατάλληλη για να ξυπνούμε στους νέους τον έρωτα των υψηλών έργων, αφού το πάθος αυτό τους κάνει να αρνηθούν κάθε πνευματική και ηθική τάξη, να απομακρυνθούν από κάθε σοβαρή και κοινωφελή σταδιοδρομία, να ριχτούν σε τρελές, περιπέτειες, που τις περισσότερες φορές καταστρέφουν τη ζωή τους. Σήμερα, θα μας πουν, περισσότερο από πάντα, η Ελλάδα θέλει φρόνιμους νέους γεωπόνους, μηχανικούς, δασκάλους, οικονομολόγους, κι όχι ανήσυχους ονειροπόλους, που ταράζουν το έργο της περισυλλογής, που δεν προσφέρουν καμιά εκδούλευση στον τόπο και καταντούν συνήθως παράσιτοι. Θα απαντήσουμε δόξα τω Θεώ, οι φρόνιμοι νέοι δεν λείπουν στην Ελλάδα. Οι νοικοκυραίοι του Κράτους και του πνεύματος θα βρουν τριγύρω τους στρατιές από καλά παιδιά τέτοια που τα θέλουν, και δεν έχουν παρά να λάβουν τον κόπο να διαλέξουν τους πιο φρόνιμους ανάμεσα στους φρόνιμους για να τους εμπιστευθούν τους γυαλιστερούς τίτλους και τις πολύτιμες θέσεις. Δεν θα αφήσουμε όμως τη νοικοκυροσύνη να καταχτήσει ολόκληρη την ελληνική νιότη. Αν οι άνθρωποι που διευθύνουν χρειάζονται πολλούς νοικοκυραίους εμείς χρειαζόμαστε μερικές ταραγμένες ψυχές. Μα την αλήθεια, δεν βλέπουμε σε τι θα χρησιμεύει αυτός ο τόπος, αν πρόκειται να σβήσουν ολότελα το θείον πυρ; Τη φωτιά της δημιουργίας δεν την συντηρούν οι φυλακισμένοι φύλακες της κληρονομιάς των νεκρών, ούτε οι λογικοί και πραχτικοί που περπατούν πάντα στα σίγουρα και αποφεύγουν να κάνουν ένα βήμα εκεί που το έδαφος κουνιέται κάτω από τα πόδια τους, ούτε οι ήρεμοι επιστήμονες οι φορτωμένοι σοφία μα χωρίς μακρινά οράματα και καμμιά ανησυχία στην ψυχή, ούτε οι μικροί φιλόδοξοι, που έταξαν ως σκοπούς της ζωής τους, τους επαίνους των πρεσβυτέρων, την κοινωνική υπόληψη κι ένα τιμητικό αξίωμα. Είναι γεμάτοι τέτοιους ανθρώπους οι δρόμοι της Αθήνας κι ωστόσο η Ελλάδα δε δημιουργεί, η Ελλάδα δεν πραγματοποιεί τίποτα όμορφο. Η Ελλάδα -ας πω την τρομερή λέξη- δεν επιδιώκει τίποτα το μεγάλο. Τη φωτιά την συντηρούν οι ανυπόταχτοι, οι ανικανοποίητοι, οι τυχοδιώκτες της ψυχής και τους πνεύματος, οι άνθρωποι που τους σέρνει το πλεόνασμα των δυνάμεών τους, πιο μακριά από τους ορίζοντες και πιο υψηλά από το επίπεδο του πλήθους. Τη συντηρεί ο Άσωτος Υιός. Αν αυτός λείψει, ο τόπος σας όσο κι αν τον νοικοκυρέψετε δε θα αξίζει πολλά. Αλίμονο στην Ελλάδα, αν στηρίζει το μέλλον της μονάχα στις άμορφες μάζες των φρόνιμων παιδιών. Το ιδανικό τους είναι μια ήρεμη και γλυκιά μεσημβρινή Ελβετία, υπόδειγμα τάξης, άνεσης και μακαριότητας, χωρίς καμμία αγωνία, κανένα μεγάλο όνειρο, καμμιά τρέλα, καμμιά δημιουργική πνοή. Μα είναι δυνατό να καταντήσει Ελβετία αυτή η χώρα του Οδυσσέα; Μερικοί μάλιστα ρίχνουν στο κράτος τις μεγαλύτερες ευθύνες για την κατάσταση. Είναι νομίζω μεγάλη παρεξήγηση των πραγμάτων να περιμένει κανείς από το Κράτος να δημιουργήσει πνευματική ζωή. Ούτε οι Ακαδημίες δημιουργούν λογοτεχνία, ούτε τα Πανεπιστήμια σκέψη, ούτε τα Εθνικά Θέατρα θεατρική κίνηση. Τα επίσημα ιδρύματα παρακολουθούν (συνήθως με καθυστέρηση μιας γενεάς) τη δημιουργία που συντελείται αυθόρμητα στον ελεύθερο αέρα. Τη μελετούν, τη σχολιάζουν, τη διατηρούν στα αρχεία τους. Είναι οι αποθήκες της πνευματικής ζωής. Όταν το Κράτος φιλοδοξεί να παίξει τον πρώτο ρόλο στην πνευματική κίνηση, τα κάνει όλα θάλασσα. Το ελεύθερο πνεύμα το μεταβάλλει σε πνεύμα της πολιτικής σκοπιμότητας και την τέχνη την καταντά γραφειοκρατία. (…) Τα μόνα καθήκοντα του Κράτους είναι να συγχρονίσει την αναχρονιστική εκπαίδευσή μας και να σέβεται την ελευθερία της σκέψης. Ας μην του ζητούμε περισσότερα γιατί υπάρχουν πιθανότητες πως θα μας κάνει να μετανοήσουμε. Πάρετε στην τύχη μερικά από τα σημερινά έντυπα, στίχους, αφηγήσεις, συζητήσεις ιδεών. Τι θα συναντήσετε σχεδόν παντού; Ανία, απογοήτευση, νοσταλγία των περασμένων, μοιρολατρεία, ηττοπάθεια. Μπορώ να αναφέρω εδώ λόγια των πιο φωτισμένων ανθρώπων της Ελλάδας, που μοιάζουν κραυγές ναυαγών. Τι ανάγκη να προσπαθήσουμε, να αγωνιστούμε, να ζήσουμε, αφού «τίποτα δεν μπορεί να γίνει στο Ρωμέικο;». Τέτοιο είναι το δίδαγμα που εξάγεται από τα λόγια των περισσοτέρων πνευματικών οδηγών μας. Η σπουδαιότερη ασχολία τους είναι να καταστρέφουν τις ελπίδες των νεωτέρων τους και να συντηρούν το μαρασμό της Ελλάδας. Δεν έχω όρεξη να τους κατηγορήσω. Είναι φυσικό να μην περιμένουν τίποτα από το μέλλον οι άνθρωποι που είδαν όλα τα όνειρά τους να εξευτελίζονται… Κι είναι επίσης φυσικό ότι αυτοί οι νικημένοι, που έπαυσαν να πιστεύουν στον εαυτό τους, δεν επιτρέπουν στους άλλους να έχουν περισσότερη αυτοπεποίθηση. Είμαστε τσακισμένοι, μαραμένοι, χαμένοι μεσ’ στον κυκεώνα της σύγχρονης ζωής. Κανείς δεν περιμένει κάτι καλό από την Ελλάδα. Καμμιά ελπίδα δεν χαράζει πουθενά. Η στιγμή αυτή είναι βέβαια μια θαυμάσια στιγμή».